Το απνοϊκό σύνδρομο, γνωστό επίσης ως σύνδρομο υπνικής άπνοιας, είναι μια σοβαρή διαταραχή του ύπνου κατά την οποία η αναπνοή διακόπτεται επανειλημμένα κατά τη διάρκεια του ύπνου. Αυτές οι διακοπές της αναπνοής μπορεί να διαρκέσουν από μερικά δευτερόλεπτα έως λεπτά και συμβαίνουν πολλές φορές τη νύχτα, διαταράσσοντας την κανονική αναπνοή και τη λειτουργία του σώματος.
Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι υπνικής άπνοιας:
- Αποφρακτική υπνική άπνοια (OSA): Η πιο κοινή μορφή, στην οποία οι αεραγωγοί αποφράσσονται ή στενεύουν κατά τη διάρκεια του ύπνου, προκαλώντας διακοπές στην αναπνοή.
- Κεντρική υπνική άπνοια (CSA): Σπανιότερη μορφή, όπου το πρόβλημα δεν είναι μηχανικό (π.χ. απόφραξη των αεραγωγών), αλλά ο εγκέφαλος αποτυγχάνει να στείλει τα κατάλληλα σήματα στους μυς που ελέγχουν την αναπνοή.
Τα συμπτώματα του απνοϊκού συνδρόμου περιλαμβάνουν έντονο ροχαλητό, συχνές αφυπνίσεις κατά τη διάρκεια της νύχτας, ξηρό στόμα ή πονόλαιμο το πρωί, πονοκεφάλους και υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Η διάγνωση συνήθως γίνεται με ειδικές εξετάσεις ύπνου, όπως η πολυυπνογραφία. Οι θεραπείες μπορεί να περιλαμβάνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής, χρήση συσκευών συνεχούς θετικής πίεσης αεραγωγών (CPAP), και σε ορισμένες περιπτώσεις χειρουργική επέμβαση.
Ο Δρ. Ηρακλής Τιτόπουλος διαθέτει μεγάλη εμπειρία στη διάγνωση και αντιμετώπιση του απνοικού συνδρόμου. Σε στενή συνεργασία με τις συναφείς ειδικότητες μπορεί να δώσει άμεσα λύση σε ένα δύσκολο, ύπουλο και συχνό πρόβλημα υγείας, όπως είναι το σύνδρομο απνοιών στον ύπνο, που ταλαιπωρεί χιλιάδες άτομα και εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους αν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα.
Η θεραπεία συχνά περιλαμβάνει ανοσοκατασταλτικά, κορτικοστεροειδή και άλλες φαρμακευτικές αγωγές που βοηθούν στον έλεγχο της ανοσολογικής απάντησης του οργανισμού. Επίσης, είναι σημαντική η τακτική παρακολούθηση από πνευμονολόγο και ρευματολόγο για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση τυχόν επιπλοκών.
Μη Επεμβατικός Αερισμός
Ο μη επεμβατικός αερισμός (ΜΕΑ) είναι μια διαδικασία που χρησιμοποιείται κυρίως για την υποστήριξη της αναπνοής σε ασθενείς με νευρομυϊκές παθήσεις και αναπνευστική ανεπάρκεια. Αυτές οι παθήσεις επηρεάζουν τους μυς που είναι υπεύθυνοι για την αναπνοή, καθώς και τα νεύρα που ελέγχουν αυτούς τους μυς. Παραδείγματα τέτοιων παθήσεων περιλαμβάνουν τη μυϊκή δυστροφία, την αμυοτροφική πλάγια σκλήρυνση (ALS) και το σύνδρομο Guillain-Barré.
Οι ασθενείς με προχωρημένες νευρομυϊκές παθήσεις μπορεί να αναπτύξουν αναπνευστική ανεπάρκεια, λόγω της αδυναμίας των αναπνευστικών μυών να διατηρήσουν επαρκή αναπνοή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο Μη Επεμβατικός Αερισμός (ΜΕΑ) γίνεται απαραίτητος για να διατηρηθεί η αναπνευστική λειτουργία και να υποστηριχθεί η ζωή του ασθενούς.
Στις περιπτώσεις αυτές, ο ΜΕΑ γίνεται συνήθως μέσω τραχειοστομίας, όπου ένας σωλήνας εισάγεται στον τραχεία μέσω μιας τομής στον λαιμό, επιτρέποντας την άμεση παροχή αέρα στους πνεύμονες. Αυτός ο τύπος αερισμού μπορεί να χρησιμοποιηθεί μακροχρόνια, και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι απαραίτητος για το υπόλοιπο της ζωής του ασθενούς.
Η χρήση ΜΕΑ σε νευρομυϊκές παθήσεις απαιτεί συνεχή παρακολούθηση και προσαρμογή των παραμέτρων αερισμού ώστε να εξασφαλιστεί η βέλτιστη αναπνευστική υποστήριξη. Αυτό περιλαμβάνει την παρακολούθηση της αναπνευστικής λειτουργίας, τη διαχείριση των εκκρίσεων, και την αντιμετώπιση πιθανών επιπλοκών όπως οι λοιμώξεις και οι βλάβες στους αεραγωγούς.
Ο στόχος του ΜΕΑ σε ασθενείς με νευρομυϊκές παθήσεις είναι να διασφαλίσει την καλύτερη δυνατή ποιότητα ζωής, παρέχοντας την απαραίτητη υποστήριξη για την αναπνευστική λειτουργία, ενώ παράλληλα λαμβάνονται υπόψη οι επιθυμίες του ασθενούς και της οικογένειάς του σχετικά με την έκταση και τη διάρκεια της παρέμβασης.
Ο Δρ. Ηρακλής Τιτόπουλος έχει μεγάλη εμπειρία στην διαχείριση ασθενών με αναπνευστική ανεπάρκεια μετά από χρόνια νευρομυικά νοσήματα. Διαθέτει τον πιο σύγχρονο εξοπλισμό με φορητούς αναπνευστήρες διπλού κυκλώματος και συσκευές BiPap και εφαρμόζει ειδικά προγράμματα παρακολούθησης (πχ δοκιμασία κατάποσης), εκγύμνανσης και εκπαίδευσης του ασθενούς και των συνοδών προκειμένου να ανταποκρίνονται στις αυξημένες απαιτήσεις της θεραπείας.